- ίζω
- ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α)(μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφουςοι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω)1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ.2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» — συγκρότησε, ίδρυσε συμβούλιο γερόντων, Ομ. Ιλ.)3. (μτβ.) στήνω, τοποθετώ, τάσσω4. (στον μέσ. αόρ. α' και στον μέσ. μέλλ.) εἱσάμην και εἵσομαιτιμώ τους θεούς στήνοντας αγάλματα, ιδρύοντας ναούς, βωμούς κ.λπ.4. (αμτβ.) κάθομαι, τοποθετούμαι5. κάθομαι ήσυχος, ησυχάζω6. πέφτω, βυθίζομαι7. μέσ. ἵζομαια) ενεδρεύωβ) (για στρατό ή στόλο) παίρνω θέση, στρατοπεδεύωγ) (για πράγμα) καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.